- λόγος
- I
Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα.Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική.II(Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά να είναι τα τμήματα Α, Β ίσα μεταξύ τους (γράφουμε τότε Α = Β). Αν τα Α, Β δεν είναι ίσα, λέμε ότι το Α είναι ν φορές το Β και θα το γράφουμε Α = νΒ (όπου ν ακέραιος), αν το Α είναι άθροισμα ν τμημάτων, το καθένα από τα οποία είναι ίσο με το Β. Στην ίδια περίπτωση λέμε ότι τοΒ είναι το
του Α και το γράφουμε:
.
Φυσικά δεν αποκλείεται η περίπτωση να είναι τέτοια τα Α, Β ώστε το Β να είναι μ φορές το τμήμα:(όπου μ ακέραιος). Λέμε τότε ότι: το Β είναι «
φορές» το Α και γράφουμε
.
Στην περίπτωση αυτή λέμε και ότι: ο λ. του Β προς το Α είναικαι γράφουμε:. Επειδή
είναι παράσταση
ενός σύμμετρου αριθμού, λέμε τότε ότι ο λ.είναι σύμμετρος και ότι τα μεγέθη A, B είναι σύμμετρα μεταξύ τους.Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο να έχουμε δύο ευθύγραμμα τμήματα A, B και να μην υπάρχουν ακέραιοι ν, μ, τέτοιοι ώστε να είναι, δηλαδή να μην υπάρχει κάποιο μέρος του
τέτοιο που το Β να προκύπτει από το μέρος αυτό με επανάληψή του για κάποιον αριθμό (μ) φορών. Λέμε τότε ότι τα μεγέθη A, B είναι ασύμμετρα μεταξύ τους. Η έννοια του λ. επεκτείνεται και στην περίπτωση αυτή με τη χρήση των ασύμμετρων αριθμών (ασύμμετρος λ.). Μία περίπτωση ασύμμετρου λ. μας δίνει το τετράγωνο. Αν Α είναι η διαγώνιος τετραγώνου και Β η πλευρά του, τότε δεν υπάρχει μέρος της πλευράς Β (έστω), ώστε να είναι
, δηλαδή
.
Ο λ. τώρα δεν είναι σύμμετρος. Είναι ο ασύμμετρος αριθμός √2 = 1,4142...Ακριβέστερα: υπάρχουν δύο κλάσεις από σύμμετρους αριθμούς τέτοιες ώστε να ισχύει:, όπου
είναι ένας οποιοσδήποτε σύμμετρος της μιας κλάσης και
ένας οποιοσδήποτε σύμμετρος της άλλης. Οι δύο αυτές κλάσεις συμμέτρων αριθμών ορίζουν, στο παράδειγμα του τετραγώνου, τον ασύμμετρο αριθμό με παράσταση του την √2 και λέμε τότε ότι: ο λ. του Α προς το Β είναι ο √2, και γράφουμε:
.
Η έννοια του λ. ορίζεται κατά τον ίδιο τρόπο και για δύο οποιαδήποτε ομοειδή μεγέθη.Αν α, β είναι δύο πραγματικοί αριθμοί (ρητοί είτε άρρητοι, είτε ρητός ο ένας και άρρητος ο άλλος), τότε ορίζεται αυτό που ονομάζεται πηλίκο του α διά του β. Αυτό το πηλίκο ονομάζεται και λ. του α διά του β.Συμβολικά:Αν Α, Β, Γ είναι τρία σημεία ευθείας τότε ορίζεται και ο (λεγόμενος) απλός λ. των Α, Β, Γ, (με αυτή την τάξη) ως ο λ. Αν Α, Β, Γ, Δ είναι τέσσερα σημεία ευθείας, τότε ορίζεται και ο (λεγόμενος) διπλός λ. των Α, Β, Γ, Δ (κατ’ αυτή την τάξη) ως ο λ.
, όπου (ΑΒΓ) συμβολίζει τον απλό λ. των Α, Β, Γ δηλαδή τον
, και (ΑΒΔ) συμβολίζει τον απλό λ. των A, B, Δ
δηλαδή τον.
Ώστε είναι: διπλός λ. των Α, Β, Γ, Δ (με αυτή την τάξη) =* * *ο (AM λόγος)1. η διά τού στόματος έκφραση τών διανοημάτων τού ανθρώπου, η ομιλία ως μέσο έκφρασης και συνεννόησης («ο λόγος συνετέλεσε στην εξέλιξη τού ανθρώπου»)2. καθετί που λέγει κάποιος, φράση, κουβέντα (α. «ο λόγος που είπες ήταν πολύ σοφός» β. «αἰεὶ δὲ μαλακοῑσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισιν θέλγει», Ομ. Οδ.)3. άδεια ή δικαίωμα να μιλήσει κάποιος (α. «τού αφαίρεσαν τον λόγο» β. «λόγον διδόναι καὶ ἀπέχεσθαι», Λουκιαν.)4. εκτενής προφορική ανάπτυξη ενός θέματος, αγόρευση (α. «εξεφώνησε βαρυσήμαντο πολιτικό λόγο» β. «δικανικοί λόγοι» γ. «πρῶτος πάλιν περὶ τῆς ἡγεμονίας ἐποίησε τῇ πόλει τὸν λόγον», Δημοσθ.)5. γραπτή ανάπτυξη ενός θέματος, αφήγηση, εξιστόρηση (α. «ερωτικοί λόγοι» β. «ἔγραψα δὲ αὐτά καὶ τὴν ἐκβολὴν τοῡ λόγου ἐποιησάμην διὰ τόδε», Θουκ.)6. φήμη, διάδοση για ένα γεγονός ή για κάποιο πρόσωπο (α. «ακούστηκε ένας λόγος πως ο γιος της τό έσκασε» β. «ταχὺ τὸν λόγον ἐν Ρώμη σκεδασθῆναι», Πλούτ.)7. παροιμία, γνωμικό, απόφθεγμα (α. «κατά πώς λέει ο λόγος, μην πεις, για να μη σού πούνε» β. «ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσθλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι», Πίνδ.)8. εγγύηση, διαβεβαίωση («μού 'δωσε τον λόγο του πως θά 'ρθει» β. «οὔκουν πέρα γ' ἂν οὐδὲν ἢ λόγῳ φέροις», Σοφ.)9. εντολή ή προσταγή (α. «δεν άκουσε τον λόγο τού πατέρα του» β. «πᾱσιν προφωνεῑ τόνδε ναυάρχοις λόγον», Αισχύλ.)10. η δύναμη τού νου, η διανοητική ικανότητα τού ανθρώπου, η λογική, το λογικό (α. «ορθός λόγος» — η ορθή σκέψη, το ορθώς σκέπτεσθαιβ. «αποχρών λόγος» — εύλογη αιτίαγ. «παρά λόγον» ή «παρά πάντα λόγον» — παράλογα)11. δικαιολογία, αιτιολογία (α. «δεν ακούσαμε τον λόγο τής απουσίας του» β. «χωρίς λόγο» — αδικαιολόγηταγ. «χὠ λόγος καλὸς προσῆν», Σοφ.)12. λογοδοσία, απολογία (α. «δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν για τις πράξεις μου» β. «λόγον... τῶν ἔργων παρὰ τοῡ στρατηγοῡ [λαμβάνειν]», Δημοσθ.γ. «τὸ παράδοξον τῶν συμβεβηκότων ὑπὸ λόγον ἄγειν», Πολ.)13. αναλογία, σχέση, μέτρο (α. «κατά πρώτο λόγο» β. «κατά μείζονα λόγο» γ. «τίθεμεν οὖν καὶ τἆλλα πάντα εἰς τὸν αὐτὸν λόγον;», Πλάτ.)14. ως κύριο όν. ο Λόγοςα) το δεύτερο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδαςβ) η δημιουργική δύναμη τού παντός, ο Θεός («ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ο λόγος», ΚΔ)15. (η δοτ. εν.) λόγωεξαιτίας (α. «ματαιώθηκε η συνεδρίαση λόγω έλλειψης απαρτίας» β. «δικαίῳ τῷ λόγῳ» — δικαιολογημένα)16. φρ. α) «λόγου άξιος» — αξιόλογοςβ) «με έναν λόγο» ή «ἑνὶ λόγῳ» ή «ἐν ἑνὶ λόγῳ» ή «ὡς ἁπλῷ λόγῳ» ή «οὐ πολλῷ λόγῳ» — βραχυλογικά, με μια λέξη, σύντομαγ) «λόγου χάρη» ἡ (με μια λέξη) «λογουχάρη» ή (συντετμημένα) «λ.χ.» ή «που λέει ο λόγος» ή «ένεκα λόγου» — για παράδειγμα, παραδείγματος χάρηνεοελλ.1. η γλώσσα ενός λαού, καθώς και οι διάφορες διάλεκτοι και τα διάφορα ιδιώματα (α. «προφορικός λόγος» β. «γραπτός λόγος» γ. «δημοτικός λόγος» δ. «αττικός λόγος»)2. η λογοτεχνία (α. «έμμετρος λόγος» β. «πεζός λόγος»)3. σκοπός, πρόθεση («είχα τον λόγο μου που τό είπα»)4. αντίρρηση («δεν δέχομαι λόγο πάνω σε αυτό το ζήτημα»)5. σχέση δύο μεγεθών ή ποσοτήτων κατά πηλίκο (α. «ο λόγος τής περιφέρειας προς τη διάμετρο»)6. υπόσχεση (α. «λόγος τιμής» β. «κρατώ τον λόγο μου» γ. «φυλάγω τον λόγο μου» δ. «πατώ τον λόγο μου» — αθετώ την υπόσχεση μου7. φρ. α) «ο λόγος τό λέει» ή «ο λόγος τό φέρνει»(χρησιμοποιείται απλώς ως έκφραση χωρίς να δηλώνει κάτι το πραγματικό) μια και τό έφερε η συζήτησηβ) «επ' ουδενί λόγω» — με κανέναν τρόπο, σε καμιά περίπτωση, οπωσδήποτε όχιγ) «γίνεται λόγος να...» — μελετάται, προβλέπεταιδ) «δεν μού πέφτει λόγος» — δεν έχω δικαίωμα να εκφέρω γνώμη ή να αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσειςε) «έχω λόγο» ή «είμαι άνθρωπος με λόγο» ή «ο λόγος μου είναι συμβόλαιο» — είμαι αξιόπιστος άνθρωποςστ) «ο λόγος του δεν πέφτει χάμω» — η γνώμη του έχει κύρος και ισχύζ) «μεγάλος λόγος»i) λόγος ουσιαστικός, με σημαντικό περιεχόμενοii) καυχησιολογία, κομπορρημοσύνηη) «ό,τι είχαμε τον λόγο σου» — ακριβώς προ ολίγου ή αυτή τη στιγμή μιλούσαμε για σέναθ) «αυτός έχει τον λόγο εδώ» — αυτός προστάζει εδώι) «λόγος να γίνεται»(ειρωνικά) μόνο για να υπάρχει θέμα συζήτησηςια) «ο περί ού ο λόγος» — αυτός που προαναφέρθηκε, αυτός για τον οποίο μιλούσαμειβ) «βγάζω λόγο» ή «εκφωνώ λόγο» — αγορεύωιγ) «δεκάρικος λόγος»(ειρωνικά) πρόχειρη και χωρίς βάθος αγόρευσηιδ) «δεν έχω λόγους να σέ ευχαριστήσω» — αδυνατώ με τις λέξεις να σέ ευχαριστήσω όσο θέλωιε) «περί ορέξεως ουδείς λόγος» — δεν μπορεί να γίνεται συζήτηση για κάτι που αρέσει σε κάποιονιστ) «ένας λόγος είναι αυτός!» — είναι εύκολο να τό λες, αλλά δύσκολο να τό κάνειςιζ) «εν τή ρύμη τού λόγου» — κατά τη ροή τής αγόρευσηςιη) «μην πεις δεύτερο λόγο» — μην αντιλογήσειςιθ) «μέρη τού λόγου» — οι τύποι στους οποίους υπάγονται οι λέξεις μιας γλώσσαςκ) «ευθύς λόγος», «πλάγιος λόγος», «ερωτηματικός λόγος» — χαρακτηρισμός τού τρόπου με τον οποίο εκφέρεται φράση αυτοτελούς νοήματος8. παροιμ. α) «λόγο άκουσες, όλος ψευτιά δεν είναι» ή «λόγος που βγαίνει ψεύτικος δεν είναι» — καθετί που διαδίδεται δεν είναι τελείως ψευδέςβ) «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις» να είσαι μετρημένος στα λόγια σουγ) «ο λόγος σου μ' εχόρτασε και το ψωμί σου φά' το»i) η πρόθυμη προσφορά σου μέ ευχαριστεί σαν να τήν έχεις πραγματοποιήσειii) οι περιποιήσεις σου δεν εξαλείφουν τα πικρά σου λόγια»νεοελλ.-μσν.1. κρίση, άποψη (α. «ισχύει ο λόγος του» β. «έχει πέραση ο λόγος του»)2. μνεία, αναφορά (α. «γίνεται πολύς λόγος» — συζητιέται πολύ κάτιβ. «κάνω λόγο» — κάνω μνεία σε κάποια συζήτηση)3. μήνυμα, παραγγελία4. (συνήθως χρησιμοποιείται στη γενική έναρθρο ή άναρθρο, ακολουθούμενο από προσωπική αντωνυμία αντί τής απλής προσωπικής αντωνυμίας) (τού) λόγου μου, σου, του ή ελόγου μου, σου, τουεγώ, εσύ, αυτός (α. «καθένας για λόγου του νοιάζεται» β. «ζωή σε λόγου σας» — ευχή σε συγγενείς ή φίλους κάποιου που πέθανε)5. (και με το για) για λόγου μουγια λογαριασμό μου6. (και με την πρόθεση από αντί τής αυτοπαθούς αντωνυμίας) από λόγου μουαπό δική μου πρωτοβουλία7. φρ. α) «έδωσαν λόγο» — έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση για εκτέλεση συμφωνίας ή για γάμοβ) «ούτε λόγος» ή «ουδέ λόγος» — οπωσδήποτεμσν.1. γλώσσα2. λεκτική ικανότητα, αφηγηματική ευχέρεια3. απειλή, εκφοβισμός4. συγκατάθεση5. φρ. α) «χρυσόβουλλος λόγος» — είδος αυτοκρατορικού προνομίουβ) «ἐκτὸς λόγου» — χωρίς συζήτηση, αναντίρρηταγ) «ἐξ ἀέρων λόγος» — θεία φώτισηδ) «παλαιὸς λόγος» — παράδοσηε) «ὁ ῥέων χύδην λόγος» — η άποψη που κυκλοφορεί γενικά για κάποιον ή για κάτιστ) «τὸ τοῡ λόγου» — κατά τη συνηθισμένη έκφρασηζ) «ὑπὲρ λόγον» — σε υπερβολικό βαθμόη) «βάνω λόγο στὸ στόμα κάποιου» — καθοδηγώ κάποιον, υπαγορεύω σε κάποιον κάτιθ) «βγαίνω ἀπὸ τὸν λόγον μου» — αθετώ την υπόσχεσή μουι) «δίδω τὸν λόγον» — διατάζωια) «ἔχω λόγο μέσα μου» — προσέχω, έχω τον νου μουιβ) «μεταδίδωμι λόγους» — συζητώιγ) «μοιράζω τὸν λόγον» — μιλώ με σειράιδ) «πλαταίνω λόγους διὰ κάποιον» — συζητώ εκτενώς για κάποιονιε) «προπέμπομαι λόγον» ή «συναίρω λόγον» ή «συναίρω λόγους» — μιλώ, λέγωστ) στήνω λόγον» — κάνω συμφωνίαιζ) «στρέφω λόγο» — πληροφορώ κάποιονιη) «εἶμαι διὰ λόγου μου» — είμαι ανεξάρτητοςιθ) «ὁ λόγος μου» — εγώμσν.-αρχ.1. φραστική διατύπωση, πρόταση («ἀδύνατον εἶναι ὁτιοῡν τῶν πρώτων ρηθῆναι λόγῳ», Πλάτ.)2. συνομιλία, συνδιάλεξη, συζήτηση3. διαπραγμάτευση, συνεννόηση («ενθαύτα ες λόγους ήλθον Μαρδόνιος τε... καί Αρτάβαζος», Ηρόδ.)4. διήγηση, περιγραφή («γενόμενον γάρ κρείσσον λόγου, τό είδος τής νόσου», Θουκ.)5. μύθος («τούς τού Αισώπου λόγους», Πλάτ.)6. τμήμα συγγραφής, κεφάλαιο7. απόφαση8. η υπόθεση γύρω από την οποία στρέφεται η συζήτηση («τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῑν», Αριστοτ.)9. μάθηση, μόρφωση10. διδασκαλία, κήρυγμα11. λογιστική κατάσταση, λογαριασμός («τὸν μὲν τῶν χρημάτων λόγον παρά τούτων λαμβάνειν», Δημοσθ.)αρχ.1. εκτίμηση, υπόληψη (α. «λόγον βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα», Αισχύλ.β. «τῶν ἦν ἐλάχιστος λόγος ἀπολυμμένων», Ηρόδ.)2. πρόφαση, προσποίηση («τὰ νῡν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν ἐκ σμικροῡ λόγῳ», Σοφ.)3. ορισμός («ψυχῆς οὐσία καὶ λόγος», Πλάτ.)4. η πεζογραφία5. ισχυρισμός («καὶ παράδειγμα τόδε τοῡ λόγου οὐκ ἐλάχιστόν ἐστι διὰ τὰς μετοικήσεις τὰ ἄλλα μὴ ὁμοίως αὐξηθῆναι», Θουκ.)6. απόκριση μαντείου, χρησμοδοτική ρήση7. όρος συμφωνίας («πέμπει ἐς Σαλαμῑνα Μουρυχίδην... φέροντα τοὺς αὐτοὺς λόγους», Ηρόδ.)8. κοινός έπαινος, εκτίμηση ή ψόγος, δυσυποληψία («περὶ σέο λόγος ἀπῑκται πολλός», Ηρόδ.)9. σκέψη, κρίση10. όριο, μέτρο («ἐς δὲ τούτου [τοῡ γήραος] λόγον οὐ πολλοὶ ἀπικνέονται», Ηρόδ.)11. φρ. α) «οἱ ἐν λόγοις» — οι διαλεκτικοίβ) «κοινῷ λόγῳ» — με κοινή απόφαση, με κοινή συναίνεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ. τού λέγω που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα λογ- τής ρίζας λεγ-. Η αρχική του σημ. «ομιλία, λόγια» εξελίχθηκε στην ιων. αττ. κυρίως διάλεκτο σε «διήγηση, εξήγηση, θεώρηση, αναλογία, συλλογισμό, λογική». Έτσι, ως αφηρημένη έννοια, αντιδιαστελλόταν προς το έργον, που δήλωνε την απτή πραγματικότητα. Στη χριστιανική θεολογία, τέλος, δήλωσε το δεύτερο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος, τον «αμετάτρεπτον Λόγον» τού Πατρός, τον Ιησού Χριστό. Η λ. απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων και ως α' και ως β' συνθετικό (βλ. λογο-, -λογος, -λόγος και -λογώ).ΠΑΡ. λογάρι, λογάς (II), λογίζομαι, λογικός, λόγιος, λογύδριον, λογώ (I)αρχ.λογεύς, λογίσκος, (II), λογώδηςαρχ.-μσν.λόγιμος* μσν. λογάτοραςμσν.- νεοελλ.λογούμαι* νεοελλ. λογάς (III), λογάω].
Dictionary of Greek. 2013.